Present (Ενεστώτας)
νομίζω/νομίζεις/νομίζει/νομίζουμε/νομίζετε/νομίζουν(ε)
Imperfect (Παρατατικός)
νόμιζα/νόμιζες/νόμιζε/νομίζαμε/νομίζατε/νόμιζαν, νομίζαν(ε)
Aorist (Αόριστος)
νόμισα/νόμισες/νόμισε/νομίσαμε/νομίσατε/νόμισαν, νομίσαν(ε)
Present Perfect (Παρακείμενος)
έχω νομίσει/έχεις νομίσει/έχει νομίσει/έχουμε νομίσει/έχετε νομίσει/έχουν νομίσει
Pluperfect (Υπερσυντέλικος)
είχα νομίσει/είχες νομίσει/είχε νομίσει/είχαμε νομίσει/είχατε νομίσει/είχαν νομίσει
Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)
θα νομίζω/θα νομίζεις/θα νομίζει/θα νομίζουμε/θα νομίζετε/θα νομίζουν(ε)
Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)
θα νομίσω/θα νομίσεις/θα νομίσει/θα νομίσουμε/θα νομίσετε/θα νομίσουν(ε)
Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)
θα έχω νομίσει/θα έχεις νομίσει/θα έχει νομίσει/θα έχουμε νομίσει/θα έχετε νομίσει/θα έχουν νομίσει
Conditional
θα νόμιζα/θα νόμιζες/θα νόμιζε/θα νομίζαμε/θα νομίζατε/θα νόμιζαν, νομίζαν(ε)
Subjunctive Present
να νομίζω/να νομίζεις/να νομίζει/να νομίζουμε/να νομίζετε/να νομίζουν(ε)
Subjunctive Aorist
να νομίσω/να νομίσεις/να νομίσει/να νομίσουμε/να νομίσετε/να νομίσουν(ε)
Subjunctive Perfect
να έχω νομίσει/να έχεις νομίσει/να έχει νομίσει/να έχουμε νομίσει/να έχετε νομίσει/να έχουν νομίσει
Imperative Present
νόμιζε/νομίζετε
Imperative Aorist
νόμισε/νομίσετε
Infinitive (Απαρέμφατο)
νομίσει
Present Participle
νομίζοντας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου