ανοίγω , I open , aprire

Present (Ενεστώτας)

ανοίγω/ανοίγεις/ανοίγει/ανοίγουμε/ανοίγετε/ανοίγουν(ε)

Imperfect (Παρατατικός)

άνοιγα/άνοιγες/άνοιγε/ανοίγαμε/ανοίγατε/άνοιγαν, ανοίγαν(ε)

Aorist (Αόριστος)

άνοιξα/άνοιξες/άνοιξε/ανοίξαμε/ανοίξατε/άνοιξαν, ανοίξαν(ε)

Present Perfect (Παρακείμενος)

έχω ανοίξει/έχεις ανοίξει/έχει ανοίξει/έχουμε ανοίξει/έχετε ανοίξει/έχουν ανοίξει

Pluperfect (Υπερσυντέλικος)

είχα ανοίξει/είχες ανοίξει/είχε ανοίξει/είχαμε ανοίξει/είχατε ανοίξει/είχαν ανοίξει

Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)

θα ανοίγω/θα ανοίγεις/θα ανοίγει/θα ανοίγουμε/θα ανοίγετε/θα ανοίγουν(ε)

Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)

θα ανοίξω/θα ανοίξεις/θα ανοίξει/θα ανοίξουμε/θα ανοίξετε/θα ανοίξουν(ε)

Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)

θα έχω ανοίξει/θα έχεις ανοίξει/θα έχει ανοίξει/θα έχουμε ανοίξει/θα έχετε ανοίξει/θα έχουν ανοίξει
Conditional

θα άνοιγα/θα άνοιγες/θα άνοιγε/θα ανοίγαμε/θα ανοίγατε/θα άνοιγαν, ανοίγαν(ε)

Subjunctive Present

να ανοίγω/να ανοίγεις/να ανοίγει/να ανοίγουμε/να ανοίγετε/να ανοίγουν(ε)

Subjunctive Aorist

να ανοίξω/να ανοίξεις/να ανοίξει/να ανοίξουμε/να ανοίξετε/να ανοίξουν(ε)

Subjunctive Perfet

να έχω ανοίξει/να έχεις ανοίξει/να έχει ανοίξει/να έχουμε ανοίξει/να έχετε ανοίξει/να έχουν ανοίξει

Imperative Present

άνοιγε/ανοίγετε

Imperative Aorist

άνοιξε/ανοίξτε

Infinitive (Απαρέμφατο)

ανοίξει

Present Participle

ανοίγοντας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

You are learning Greek and need help with Greek verbs? The conjugation of Greek verbs isn't longer a problem, thanks to these pages.