Present (Ενεστώτας)
ανοίγω/ανοίγεις/ανοίγει/ανοίγουμε/ανοίγετε/ανοίγουν(ε)
Imperfect (Παρατατικός)
άνοιγα/άνοιγες/άνοιγε/ανοίγαμε/ανοίγατε/άνοιγαν, ανοίγαν(ε)
Aorist (Αόριστος)
άνοιξα/άνοιξες/άνοιξε/ανοίξαμε/ανοίξατε/άνοιξαν, ανοίξαν(ε)
Present Perfect (Παρακείμενος)
έχω ανοίξει/έχεις ανοίξει/έχει ανοίξει/έχουμε ανοίξει/έχετε ανοίξει/έχουν ανοίξει
Pluperfect (Υπερσυντέλικος)
είχα ανοίξει/είχες ανοίξει/είχε ανοίξει/είχαμε ανοίξει/είχατε ανοίξει/είχαν ανοίξει
Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)
θα ανοίγω/θα ανοίγεις/θα ανοίγει/θα ανοίγουμε/θα ανοίγετε/θα ανοίγουν(ε)
Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)
θα ανοίξω/θα ανοίξεις/θα ανοίξει/θα ανοίξουμε/θα ανοίξετε/θα ανοίξουν(ε)
Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)
θα έχω ανοίξει/θα έχεις ανοίξει/θα έχει ανοίξει/θα έχουμε ανοίξει/θα έχετε ανοίξει/θα έχουν ανοίξει
Conditional
θα άνοιγα/θα άνοιγες/θα άνοιγε/θα ανοίγαμε/θα ανοίγατε/θα άνοιγαν, ανοίγαν(ε)
Subjunctive Present
να ανοίγω/να ανοίγεις/να ανοίγει/να ανοίγουμε/να ανοίγετε/να ανοίγουν(ε)
Subjunctive Aorist
να ανοίξω/να ανοίξεις/να ανοίξει/να ανοίξουμε/να ανοίξετε/να ανοίξουν(ε)
Subjunctive Perfet
να έχω ανοίξει/να έχεις ανοίξει/να έχει ανοίξει/να έχουμε ανοίξει/να έχετε ανοίξει/να έχουν ανοίξει
Imperative Present
άνοιγε/ανοίγετε
Imperative Aorist
άνοιξε/ανοίξτε
Infinitive (Απαρέμφατο)
ανοίξει
Present Participle
ανοίγοντας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου