Present (Ενεστώτας)
κάνω/κάνεις/κάνει/κάνουμε/κάνετε/κάνουν(ε)
Imperfect (Παρατατικός)
έκανα/έκανες/έκανε/κάναμε/κάνατε/έκαναν, κάναν(ε)
Aorist (Αόριστος)
έκανα/έκανες/έκανε/κάναμε/κάνατε/έκαναν, κάναν(ε)
Present Perfect (Παρακείμενος)
έχω κάνει/έχεις κάνει/έχει κάνει/έχουμε κάνει/έχετε κάνει/έχουν κάνει
Pluperfect (Υπερσυντέλικος)
είχα κάνει/είχες κάνει/είχε κάνει/είχαμε κάνει/είχατε κάνει/είχαν κάνει
Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)
θα κάνω/θα κάνεις/θα κάνει/θα κάνουμε/θα κάνετε/θα κάνουν(ε)
Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)
θα κάνω/θα κάνεις/θα κάνει/θα κάνουμε/θα κάνετε/θα κάνουν(ε)
Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)
θα έχω κάνει/θα έχεις κάνει/θα έχει κάνει/ θα έχουμε κάνει/θα έχετε κάνει/θα έχουν κάνει
Conditional
θα έκανα/θα έκανες/θα έκανε/θα κάναμε/θα κάνατε/θα έκαναν, κάναν(ε)
Subjunctive Present
να κάνω/να κάνεις/να κάνει/να κάνουμε/να κάνετε/να κάνουν(ε)
Subjunctive Aorist
να κάνω/να κάνεις/να κάνει/να κάνουμε/να κάνετε/να κάνουν(ε)
Subjunctive Perfet
να έχω κάνει/να έχεις κάνει/να έχει κάνει/να έχουμε κάνει/να έχετε κάνει/να έχουν κάνει
Imperative Present
κάνε/κάνετε
Imperative Aorist
κάνε/κάντε
Infinitive (Απαρέμφατο)
κάνει
Present Participle
κάνοντας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου