γίνομαι , I become , diventare

Present (Ενεστώτας)

γίνομαι/γίνεσαι/γίνεται/γινόμαστε/γινόσαστε/γίνονται

Imperfect (Παρατατικός)

γινόμουν(α)/γινόσουν(α)/γινόταν(ε)/γινόμασταν/γινόσασταν/γινόντουσαν

Aorist (Αόριστος)

έγινα/έγινες/έγινε/γίναμε/γίνατε/έγιναν, γίναν(ε)

Present Perfect (Παρακείμενος)

έχω γίνει/έχεις γίνει/έχει γίνει/έχουμε γίνει/έχετε γίνει/έχουν γίνει

Pluperfect (Υπερσυντέλικος)

είχα γίνει/είχες γίνει/είχε γίνει/είχαμε γίνει/είχατε γίνει/είχαν γίνει

Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)

θα γίνομαι/θα γίνεσαι/θα γίνεται/θα γινόμαστε/θα γινόσαστε/θα γίνονται

Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)

θα γίνω/θα γίνεις/θα γίνει/θα γίνουμε/θα γίνετε/θα γίνουν(ε)

Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)

θα έχω γίνει/θα έχεις γίνει/θα έχει γίνει/θα έχουμε γίνει/θα έχετε γίνει/θα έχουν γίνει

Conditional

θα γινόμουν(α)/θα γινόσουν(α)/θα γινόταν(ε)/θα γινόμασταν/θα γινόσασταν/θα γινόντουσαν

Subjunctive Present

να γίνομαι/να γίνεσαι/να γίνεται/να γινόμαστε/να γινόσαστε/να γίνονται

Subjunctive Aorist

να γίνω/να γίνεις/να γίνει/να γίνουμε/να γίνετε/να γίνουν(ε)

Subjunctive Perfet

να έχω γίνει/να έχεις γίνει/να έχει γίνει/να έχουμε γίνει/να έχετε γίνει/να έχουν γίνει

Imperative Present

--/ γίνεστε

Imperative Aorist

γίνε/γίνετε

Infinitive (Απαρέμφατο)

γίνει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

You are learning Greek and need help with Greek verbs? The conjugation of Greek verbs isn't longer a problem, thanks to these pages.