Present (Ενεστώτας)
τελειώνω/τελειώνεις/τελειώνει/ τελειώνουμε/τελειώνετε/τελειώνουν(ε)
Imperfect (Παρατατικός)
τελείωνα/τελείωνες/τελείωνε/ τελειώναμε/τελειώνατε/τελείωναν(ε)
Aorist (Αόριστος)
τελείωσα/τελείωσες/τελείωσε/ τελειώσαμε/τελειώσατε/τελειώσαν(ε)
Present Perfect (Παρακείμενος)
έχω τελειώσει/έχεις τελειώσει/έχει τελειώσει/ έχουμε τελειώσει/έχετε τελειώσει/έχουν τελειώσει
Pluperfect (Υπερσυντέλικος)
είχα τελειώσει/είχες τελειώσει/είχε τελειώσει/ είχαμε τελειώσει/είχατε τελειώσει/είχαν τελειώσει
Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)
θα τελειώνω/θα τελειώνεις/θα τελειώνει/ θα τελειώνουμε/θα τελειώνετε/θα τελειώνουν(ε)
Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)
θα τελειώσω/θα τελειώσεις/θα τελειώσει/ θα τελειώσουμε/θα τελειώσετε/θα τελειώσουν
Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)
θα έχω τελειώσει/θα έχεις τελειώσει/θα έχει τελειώσει/ θα έχουμε τελειώσει/θα έχετε τελειώσει/θα έχουν τελειώσει
Conditional
θα τελείωνα/θα τελείωνες/θα τελείωνε/ θα τελειώναμε/θα τελειώνατε/θα τελείωναν(ε)
Subjunctive Present
να τελειώνω/να τελειώνεις/να τελειώνει/ να τελειώνουμε/να τελειώνετε/να τελειώνουν(ε)
Subjunctive Aorist
να τελειώσω/να τελειώσεις/να τελειώσει/ να τελειώσουμε/να τελειώσετε/να τελειώσουν(ε)
Subjunctive Perfect
να έχω τελειώσει/να έχεις τελειώσει/να έχει τελειώσει/ να έχουμε τελειώσει/να έχετε τελειώσει/να έχουν τελειώσει
Imperative Present
τελείωνε/τελειώνετε
Imperative Aorist
τελείωσε/τελειώστε
Infinitive (Απαρέμφατο)
τελειώσει
Present Participle
τελειώνοντας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου