βοηθάω(βοηθώ) , I help , aiutare

Present (Ενεστώτας)

βοηθάω, βοηθώ/βοηθάς/βοηθά , βοηθάει/ βοηθάμε/βοηθάτε/βοηθάν(ε)

Imperfect (Παρατατικός)

βοηθούσα/βοηθούσες/βοηθούσε/ βοηθούσαμε/βοηθούσατε/βοηθούσαν(ε)

Aorist (Αόριστος)

βοήθησα/βοήθησες/βοήθησε/ βοηθήσαμε/βοηθήσατε/βοήθησαν

Present Perfect (Παρακείμενος)

έχω βοηθήσει/έχεις βοηθήσει/έχει βοηθήσει/ έχουμε βοηθήσει/έχετε βοηθήσει/έχουν βοηθήσει

Pluperfect (Υπερσυντέλικος)

είχα βοηθήσει/είχες βοηθήσει/είχε βοηθήσει/ είχαμε βοηθήσει/είχατε βοηθήσει/είχαν βοηθήσει

Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)

θα βοηθάω, βοηθώ/θα βοηθάς/θα βοηθά, βοηθάει/ θα βοηθάμε/θα βοηθάτε/θα βοηθάν(ε)

Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)

θα βοηθήσω/θα βοηθήσεις/θα βοηθήσει/ θα βοηθήσουμε/θα βοηθήσετε/θα βοηθήσουνε

Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)

θα έχω βοηθήσει/θα έχεις βοηθήσει/θα έχει βοηθήσει/ θα έχουμε βοηθήσει/θα έχετε βοηθήσει/θα έχουν βοηθήσει

Conditional

θα βοηθούσα/θα βοηθούσες/θα βοηθούσε/ θα βοηθούσαμε/θα βοηθούσατε/θα βοηθούσαν(ε)

Subjunctive Present

να βοηθάω, βοηθώ/να βοηθάς/να βοηθά, βοηθάει/ να βοηθάμε/να βοηθάτε/να βοηθάνε

Subjunctive Aorist

να βοηθήσω/να βοηθήσεις/να βοηθήσει/ να βοηθήσουμε/να βοηθήσετε/να βοηθήσουν

Subjunctive Perfect

να έχω βοηθήσει/να έχεις βοηθήσει/να έχει βοηθήσει/ να έχουμε βοηθήσει/να έχετε βοηθήσει/να έχουν βοηθήσει

Imperative Present

βοήθα/βοηθάτε

Imperative Aorist

βοήθησε/βοηθήστε

Infinitive (Απαρέμφατο)

βοηθήσει

Present Participle

βοηθώντας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

You are learning Greek and need help with Greek verbs? The conjugation of Greek verbs isn't longer a problem, thanks to these pages.