καθαρίζω , I clean , pulire , почиствам

Present (Ενεστώτας)
καθαρίζω/καθαρίζεις/καθαρίζει/ καθαρίζουμε/καθαρίζετε/καθαρίζουν(ε)
Imperfect (Παρατατικός)
καθάριζα/καθάριζες/καθάριζε/ καθαρίζαμε/καθαρίζατε/καθάριζαν, καθαρίζαν(ε)
Aorist (Αόριστος)
καθάρισα/καθάρισες/καθάρισε/ καθαρίσαμε/καθαρίσατε/καθάρισαν, καθαρίσαν(ε)
Present Perfect (Παρακείμενος)
έχω καθαρίσει/έχεις καθαρίσει/έχει καθαρίσει/ έχουμε καθαρίσει/έχετε καθαρίσει/έχουν καθαρίσει
Pluperfect (Υπερσυντέλικος)
είχα καθαρίσει/είχες καθαρίσει/είχε καθαρίσει/ είχαμε καθαρίσει/είχατε καθαρίσει/είχαν καθαρίσει
Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)
θα καθαρίζω/θα καθαρίζεις/θα καθαρίζει/ θα καθαρίζουμε/θα καθαρίζετε/θα καθαρίζουν(ε)
Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)
θα καθαρίσω/θα καθαρίσεις/θα καθαρίσει/ θα καθαρίσουμε/θα καθαρίσετε/θα καθαρίσουν(ε)
Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)
θα έχω καθαρίσει/θα έχεις καθαρίσει/θα έχει καθαρίσει/ θα έχουμε καθαρίσει/θα έχετε καθαρίσει/θα έχουν καθαρίσει
Conditional
θα καθάριζα/θα καθάριζες/θα καθάριζε/ θα καθαρίζαμε/θα καθαρίζατε/θα καθάριζαν, καθαρίζαν(ε)
Subjunctive Present
να καθαρίζω/να καθαρίζεις/να καθαρίζει/ να καθαρίζουμε/να καθαρίζετε/να καθαρίζουν(ε)
Subjunctive Aorist
να καθαρίσω/να καθαρίσεις/να καθαρίσει/ να καθαρίσουμε/να καθαρίσετε/να καθαρίσουν(ε)
Subjunctive Perfect
να έχω καθαρίσει/να έχεις καθαρίσει/να έχει καθαρίσει/ να έχουμε καθαρίσει/να έχετε καθαρίσει/να έχουν καθαρίσει
Imperative Present
καθάριζε/καθαρίζετε
Imperative Aorist
καθάρισε/καθαρίστε
Infinitive (Απαρέμφατο)
καθαρίσει
Present Participle
καθαρίζοντας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

You are learning Greek and need help with Greek verbs? The conjugation of Greek verbs isn't longer a problem, thanks to these pages.