Present (Ενεστώτας)
φοβάμαι/φοβάσαι/φοβάται/ φοβόμαστε/φοβόσαστε/φοβούνται, φοβόνται
Imperfect (Παρατατικός)
φοβόμουν(α)/φοβόσουν(α)/φοβόταν(ε)/ φοβόμασταν/φοβόσασταν/φοβόνταν(ε), φοβούνταν
Aorist (Αόριστος)
φοβήθηκα/φοβήθηκες/φοβήθηκε/ φοβηθήκαμε/φοβηθήκατε/φοβήθηκαν, φοβηθήκαν(ε)
Present Perfect (Παρακείμενος)
έχω φοβηθεί/έχεις φοβηθεί/έχει φοβηθεί/ έχουμε φοβηθεί/έχετε φοβηθεί/έχουν φοβηθεί
Pluperfect (Υπερσυντέλικος)
είχα φοβηθεί/είχες φοβηθεί/είχε φοβηθεί/ είχαμε φοβηθεί/είχατε φοβηθεί/είχαν φοβηθεί
Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)
θα φοβάμαι/θα φοβάσαι/θα φοβάται/ θα φοβόμαστε/θα φοβόσαστε/θα φοβούνται, φοβόνται
Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)
θα φοβηθώ/θα φοβηθείς/θα φοβηθεί/ θα φοβηθούμε/θα φοβηθείτε/θα φοβηθούν(ε)
Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)
θα έχω φοβηθεί/θα έχεις φοβηθεί/θα έχει φοβηθεί/ θα έχουμε φοβηθεί/θα έχετε φοβηθεί/θα έχουν φοβηθεί
Conditional
θα φοβόμουν(α)/θα φοβόσουν(α)/θα φοβόταν(ε)/ θα φοβόμασταν/θα φοβόσασταν/θα φοβόνταν(ε), φοβούνταν
Subjunctive Present
να φοβάμαι/να φοβάσαι/να φοβάται/ να φοβόμαστε/να φοβόσαστε/να φοβούνται, να φοβόνται
Subjunctive Aorist
να φοβηθώ/να φοβηθείς/να φοβηθεί/ να φοβηθούμε/να φοβηθείτε/να φοβηθούν(ε)
Subjunctive Perfect
να έχω φοβηθεί/να έχεις φοβηθεί/να έχει φοβηθεί/ να έχουμε φοβηθεί/να έχετε φοβηθεί/να έχουν φοβηθεί
Imperative Present
--/φοβάστε
Imperative Aorist
φοβήσου/φοβηθείτε
Infinitive (Απαρέμφατο)
φοβηθεί
Present Participle
φοβούμενος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου