Present (Ενεστώτας)
πουλάω, πουλώ/πουλάς/πουλάει, πουλά/ πουλάμε/πουλάτε/πουλάν(ε)
Imperfect (Παρατατικός)
πουλούσα/πουλούσες/πουλούσε/ πουλούσαμε/πουλούσατε/πουλούσαν(ε)
Aorist (Αόριστος)
πούλησα/πούλησες/πούλησε/ πουλήσαμε/πουλήσατε/πούλησαν, πουλήσαν(ε)
Present Perfect (Παρακείμενος)
έχω πουλήσει/έχεις πουλήσει/έχει πουλήσει/ έχουμε πουλήσει/έχετε πουλήσει/έχουν πουλήσει
Pluperfect (Υπερσυντέλικος)
είχα πουλήσει/είχες πουλήσει/είχε πουλήσει/ είχαμε πουλήσει/είχατε πουλήσει/είχαν πουλήσει
Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)
θα πουλάω, πουλώ/θα πουλάς/θα πουλάει, πουλά/ θα πουλάμε/θα πουλάτε/θα πουλάν(ε)
Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)
θα πουλήσω/θα πουλήσεις/θα πουλήσει/ θα πουλήσουμε/θα πουλήσετε/θα πουλήσουν(ε)
Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)
θα έχω πουλήσει/θα έχεις πουλήσει/θα έχει πουλήσει/ θα έχουμε πουλήσει/θα έχετε πουλήσει/θα έχουν πουλήσει
Conditional
θα πουλούσα/θα πουλούσες/θα πουλούσε/ θα πουλούσαμε/θα πουλούσατε/θα πουλούσαν(ε)
Subjunctive Present
να πουλάω, πουλώ/να πουλάς/να πουλάει, πουλά/ να πουλάμε/να πουλάτε/να πουλάν(ε)
Subjunctive Aorist
να πουλήσω/να πουλήσεις/να πουλήσει/ να πουλήσουμε/να πουλήσετε/να πουλήσουν(ε)
Subjunctive Perfect
να έχω πουλήσει/να έχεις πουλήσει/να έχει πουλήσει/ να έχουμε πουλήσει/να έχετε πουλήσει/να έχουν πουλήσει
Imperative Present
πούλα/πουλάτε
Imperative Aorist
πούλησε/πουλήστε
Infinitive (Απαρέμφατο)
πουλήσει
Present Participle
πουλώντας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου