Present (Ενεστώτας)
Μετρώ(ή μετράω)/μετράς/μετρά/μετράμε/μετράτε/μετράνε(ή μετράν)
Imperfect (Παρατατικός)
μετρούσα/μετρούσες/μετρούσε/μετρούσαμε/μετρούσατε/μετρούσαν
Aorist (Αόριστος)
μέτρησα/μέτρησες/μέτρησε/μετρήσαμε/μετρήσατε/μετρήσανε(ή μέτρησαν)
Present Perfect (Παρακείμενος)
έχω μετρήσει/έχεις μετρήσει/έχει μετρήσει/έχουμε μετρήσει/έχετε μετρήσει/έχουν μετρήσει
Pluperfect (Υπερσυντέλικος)
είχα μετρήσει/είχες μετρήσει/είχε μετρήσει/είχαμε μετρήσει/είχατε μετρήσει/είχαν μετρήσει
Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)
θα μετρώ/θα μετράς/θα μετρά/θα μετράμε/θα μετράτε/θα μετράνε
Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)
θα μετρήσω/θα μετρήσεις/θα μετρήσει/θα μετρήσουμε/θα μετρήσετε/θα μετρήσουν
Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)
θα έχω μετρήσει/θα έχεις μετρήσει/θα έχει μετρήσει/θα έχουμε μετρήσει/θα έχετε μετρήσει/θα έχουν μετρήσει
Conditional
θα μετρούσα/θα μετρούσες/θα μετρούσε/θα μετρούσαμε/θα μετρούσατε/θα μετρούσανε
Subjunctive Present
να μετρώ/να μετράς/να μετρά/να μετράμε/να μετράτε/να μετράνε
Subjunctive Aorist
να μετρήσω/να μετρήσεις/να μετρήσει/να μετρήσουμε/να μετρήσετε/να μετρήσουν
Subjunctive Perfect
να έχω μετρήσει/να έχεις μετρήσει/να έχει μετρήσει/να έχουμε μετρήσει/να έχετε μετρήσει/να έχουν μετρήσει
Imperative Present
μέτρα/μετράτε
Imperative Aorist
μέτρησε/μετρήστε
Infinitive (Απαρέμφατο)
μετρήσει
Present Participle
μετρώντας
Phrases
Μετρώ μέχρι το δέκα. Ένα δύο τρία … δέκα.
Μετράω την πρόοδο μου στα Ελληνικά.
Είναι σοβαρός άνθρωπος. Μετρά η γνώμη του.
Μετράω την πρόοδο μου στα Ελληνικά.
Είναι σοβαρός άνθρωπος. Μετρά η γνώμη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου