σκέφτομαι , I think , pensare

Present (Ενεστώτας)

σκέφτομαι/σκέφτεσαι/σκέφτεται/ σκεφτόμαστε/σκέφτεστε, σκεφτόσαστε/σκέφτονται

Imperfect (Παρατατικός)

σκεφτόμουν(α)/σκεφτόσουν(α)/σκεφτόταν(ε)/ σκεφτόμασταν/ σκεφτόσασταν/σκέφτονταν, σκεφτόντανε

Aorist (Αόριστος)

σκέφτηκα/σκέφτηκες/σκέφτηκε/ σκεφτήκαμε/σκεφτήκατε/σκέφτηκαν, σκεφτήκαν(ε)

Present Perfect (Παρακείμενος)

έχω σκεφτεί/έχεις σκεφτεί/έχει σκεφτεί/ έχουμε σκεφτεί/έχετε σκεφτεί/έχουν σκεφτεί

Pluperfect (Υπερσυντέλικος)

είχα σκεφτεί/είχες σκεφτεί/είχε σκεφτεί/ είχαμε σκεφτεί/είχατε σκεφτεί/είχαν σκεφτεί

Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)

θα σκέφτομαι/θα σκέφτεσαι/θα σκέφτεται/ θα σκεφτόμαστε/θα σκέφτεστε, σκεφτόσαστε/θα σκέφτονται

Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)

θα σκεφτώ/θα σκεφτείς/θα σκεφτεί/ θα σκεφτούμε/θα σκεφτείτε/θα σκεφτούν(ε)

Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)

θα έχω σκεφτεί/θα έχεις σκεφτεί/θα έχει σκεφτεί/ θα έχουμε σκεφτεί/θα έχετε σκεφτεί/θα έχουν σκεφτεί

Conditional

θα σκεφτόμουν(α)/θα σκεφτόσουν(α)/θα σκεφτόταν(ε)/ θα σκεφτόμασταν/ θα σκεφτόσασταν/θα σκέφτονταν, σκεφτόντανε

Subjunctive Present

να σκέφτομαι/να σκέφτεσαι/να σκέφτεται/ να σκεφτόμαστε/να σκέφτεστε, σκεφτόσαστε/να σκέφτονται

Subjunctive Aorist

να σκεφτώ/να σκεφτείς/να σκεφτεί/ να σκεφτούμε/να σκεφτείτε/να σκεφτούν(ε)

Subjunctive Perfect

να έχω σκεφτεί/να έχεις σκεφτεί/να έχει σκεφτεί/ να έχουμε σκεφτεί/να έχετε σκεφτεί/να έχουν σκεφτεί

Imperative Present

--/ σκέφτεστε

Imperative Aorist

σκέψου/σκεφτείτε

Infinitive (Απαρέμφατο)

σκεφτεί

You are learning Greek and need help with Greek verbs? The conjugation of Greek verbs isn't longer a problem, thanks to these pages.